Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 46-Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ της Μαριας Κορρελι-Μερος Α

0 σχόλια

                        Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ

Αφισσα ταινιας Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ με τον Αντονυ Κουιν
στον ομωνυμο ρολο.

Μια απο τις μεγαλες και αποπνικτικα ζεστες ημερες της Συριας,πλησιαζε να τελειωσει.

Η ζεστη ηταν βαρια και ανυποφορη,και μια δηλητηριωδης δυσωδια που εβγαινε απο το υγρο χωμα της εβραιϊκης φυλακης,εκανε το λιγοστο εκει μεσα αερα,θανασιμα πνηγιρο.Απαισιο σκοταδι,βασιλευε στις κρυπτες της φυλακης.Ωστοσο,σε μια απο αυτες,οπου φυλλαγονταν οι ποιο αγριοι εγκληματιες,τα πραγματα ηταν καπως διαφορετικα. Εκει,μια λεπτη ασπρη γραμμη απο φως,διαπερνουσε επιμονα το πηκτο σκοταδι. Ηταν η αμυδρη αντανακλαση του ουρανου της Ανατολης,που ελαμπε εξω.Αν και τοσο λεπτη,η ασπρη φωτεινη γραμμη,ετσι οπως επεφτε πανω του,ειχε βλαψει στα ματια τον απομονωμενο φυλακισμενο,που εστριψε το προσωπο του για να την αποφυγει,αφηνοντας αγριες βλαστημιες και γογγυσματα.

Γυριζοντας πισω,οσο τον αφηναν οι αλυσιδες του,σκεπασε το προσωπο του με τα σιδεροδεμενα χερια του,χαμηλωνοντας τα βλεφαρα του και δαγκωνοντας με αδιακοπη λυσσα τα χειλη του,ωσπου ενοιωθε το στομα του να γινετε πικρο απο το ιδιο του το αιμα.Συχνα τον επιανε τετοια μανια. Με την φαντασια του πολεμουσε εκεινη την επιμονη φωτεινη ακτινα που εκοβε σαν σπαθι το βαθυ σκοταδι, και που αυτος αντιμετωπιζε σαν πραγματικο εχθρο.Το φως εκεινο ηταν για τον βαρυποινιτη ενα ειδος ρολοι,που μετρουσε το θλιβερο χρονο.Οταν παρουσιαζοταν ηξερε πως ειναι μερα,οταν εφευγε πως ηταν νυχτα.Ναι,διαφορετικα τιποτα δεν καταλαβαινε,αν ωρες ολοκληρες η μονο λεπτα περνουσαν. Ολη η υπαρξη του ειχε βυθιστει σ'ενα ασταματητο μαρτυριο,ενα μαρτυριο που οι μονες εναλλαγες του ηταν καθε τοσο κρισεις αγριας μανιας.Μονο για λιγο τον αφηνε η μανια αυτη και καθε φορα δυναμωνε τη ζαλη του,αποκτηνωνοντας τον ολο και πιο πολυ.Ειχε χασει πια τη συνειδηση καθε ιδιαιτερου πραγματος,τα ειχε χασει ολα.Ολα εκτος απο εκεινη την αμειλικτα εντονη ακτινα,που καθως επεφτε λοξα πανω του,του στραβωνε τα ματια. Θα μπορουσε εξω,αν ηταν ελευθερος,
ν'αντικρυσει την αστραφτερη λαμψη του ηλιου της Συριας.Κανεις αλλος δε θα μπορουσε,
οπως αυτος να σηκωση παλληκαρισια το βλεμμα του στην ολοχρυση φλογα, που ελαμπε στο απεραντο γαλαζιο τ'ουρανου. Αλλα τωρα, εκει το λεπτο φωτεινο βελος που περνουσε πλαγια
μεσ'απο τη στενη σχισμαδα του τοιχου,που μονη αυτη αφηνε να περνα ελαχιστος αερας στη
βρωμικη τρυπα του,του φαινοταν σαν μια αναισχυντη επιθεση,σαν μια απροκαλυπτη ειρωνεια.
Αφου για μια ακομα φορα αφησε ενα μουγκρητο οργης και παραπονου μαζι για το φως εκεινο,
ριχτηκε πανω στη βρωμικη ψαθα,που χρησιμευε για στρωμα,στο βαθυτερο σκοταδι,κι εκει ανακουφιστηκε ξεσπωντας σε νεες αγριες βλαστημιες. Εβρισε το Θεο,την τυχη και τους ανθρωπους,
ενω σφαδαζε γυριζοντας σαν σβουρα και τραβωντας λυσσασμενα καθε τοσο την ψαθα που πανω της κειτοταν.
Ηταν μονος.Κι ομως,οχι εντελως μονος.Πολυ κοντα του,εκει στη γωνα που σερνοταν σαν οργισμενο γουρουνι,ηταν ενα πυκνα πλεγμενο σιδερενιο καγκελο,το μονο μερος απ'οπου αεριζοταν το διπλανο κελλι.Ξαφνικα ενα αθλιο συμμαζεμενο χερι περασε αναμεσα στο καγκελλο.Αφου ψηλαφισε για λιγο το σκοταδι,το χερι βρηκε τελος και τραβηξε προσεκτικα την ακρη του ρουχου του και μια τραχεια φωνη τον καλεσε με το ονομα του:
-Βαραββα!
Γυρισε σαν χτυπημενο φιδι κι οι αλυσιδες του εβγαλαν ενα απαισιο ηχο.
-Τι τρεχει παλι?
-Μας ξεχασαν,μουρμουρισε παραπονιαρικα η φωνη.Απο το πρωι εχουν να μας φερουν φαϊ.Πεθαινω
απο την πεινα και την διψα.Αχ!Καλυτερα να μη σε γνωριζα Βαραββα η να μην εμπλεκα στη βρωμοδουλεια σου!
Ο Βαραββας εμεινε βουβος.
-Ξερεις,συνεχισε ο αορατος συναδελφος του,τι εποχη εχουμε τωρα?
-Πως μπορω να ξερω?Αποκριθηκε ο Βαραββας με περιφρονηση.Τι με νοιαζουν οι εποχες?Ειναι ενας χρονος η περισσοτερο που μας εφεραν εδω?Αν εσυ δεν ξερεις,πως θελεις να ξερω εγω?
-Πανε 18 μηνες που ξεκανες τον Φαρισαιο,απαντησε ο γειτονας του με φανερη κακια.Κι αν δεν εκανες εσυ εκεινο το φονο,μπορει να γλυτωναμε την τωρινη μας κολαση.Μα την αληθεια,ειναι θαυμα πως ζησαμε  τοσον καιρο,γιατι το ξερεις δα,πως τωρα εχουμε Πασχα.
Ο Βαραββας εμεινε ακομα αμιλητος.
-Θυμασαι,συνεχισε ο αλλος,το εθιμο της εορτης?Ο λαος εχει δικαιωμα να ελευθερωνει εναν καταδικο.Μακαρι αυτος να ειναι καποιος απο εμας Βαραββα!Ημαστε μια παρεα απο δεκα,σπουδαιοι ανθρωποι ολοι μας,απο τους λιγους που εβγαλε η Ιουδαια,εκτος απο τα μουτρα σου.Γιατι εσυ ησουν παλαβος απο ερωτα,κι ενας παλαβος εραστης ειναι χειροτερος απο ολους τους βλακες  του κοσμου.
Ο Βαραββας εμεινε ακομα αμιλητος.
-Αν η αθωοτητα εχει καποια αξια,εξακολουθησε ταραγμενη η φωνη πισω απο το καγκελο,ισως εχω εγω αυτη τη τυχη:Γιατι,δηλαδη,δεν ειμαι αθωος?Ο Θεος των πατερων μου ξερει πως τα δικα μου χερια δεν βαφτηκαν στο αιμα εκεινου του ανθρωπου. Δεν σκοτωσα εγω το Φαρισαιο.Το μονο που ηθελα εγω να παρω ηταν λιγο,τοσο δα,χρυσαφι.....
-Και δεν το πηρες?απαντησε ξαφνικα με σαρκασμο ο Βαραββας.Βρωμοϋποκριτη!Δεν αρπαξες εσυ απο το Φαρισαιο οτι ειχε και δεν ειχε πανω του,ως το τελευταιο του κοσμημα?Και  δεν σε τσακωσε ο φρουρος πανω στην ωρα που πασχιζες να κοψεις με τα δοντια σου τη χρυση καδενα απο το χερι του πριν ακομα ξεψυχηση?Παρατα τωρα τη κουβεντα!Εισαι ο χειροτερος λωποδυτης της Ιερουσαλημ και το ξερεις αυτο καλα.
Ενας θορυβος βγηκε πισω απο το καγκελο,κατι σαν βρυχηθμος και παραπονο,και ξαφνικα το βρωμικο χερι τραβηχθηκε.Εγινε σιωπη.
-Διχως μια μπουκια ολη μερα!κλαψουρισε παλι σε λιγο η φωνη.Κι ουτε μια σταγονα νερο.Αν δεν ελθουν σε λιγο,σιγουρα θα τα τιναξω!Θα πεθανω σ'αυτο το σκοταδι-η φωνη του εγινε εδω πιο φοβισμενη-σ'αυτη τη χειροτερη απο πισσα μαυριλα.Μ'ακους εσυ,καταραμενε Βαραββα?Θα πεθανω!
-Κι ετσι θα ξεμπερδεψεις μια και καλη,εκανε ο Βαραββας αδιαφορα κι αυτοι που εχουν στην πολη χρυσαφι,θα μπορουν απο εδω και περα να κοιμουνται ξενοιαστοι και μ'ανοιχτες τις πορτες τους!

Παρουσιαστηκε παλι εκεινο το αθλιο χερι,σφιγμενο τωρα σε γροθια αποκαλυπτοντας ετσι πιστα τον αισχρο χαρακτηρα του αθεατου κατοχου του.
-Εισαι σωστος διαολος Βαραββα!ξαναειπε η φωνη,ενω η σκια απο ενα ωχρο μουτρο με αγριεμενα μαλλια φανηκε για μια στιγμη στα σιδερα,Και σου ορκιζομαι πως θα ζησω,οχι για τιποτ'αλλο, παρα μονο με την ελπιδα να σε δω καρφωμενο πανω στον σταυρο!
Ο Βαραββας σταματησε τη συζυτηση και απομακρυνθηκε μαζι με τις αλυσιδες του,που χτυπουσαν,
απο την τσουχτερη παρεα του αλλου.Σηκωνοντας προς τα πανω τα ματια του,κοιταξε με δυσπυστια και οδυνη κι υστερα οταν ειδε πως η φωτεινη λεπτη γραμμη ειχε χαθει απο το κελλι του αναστεναξε βαρεια.Η ακτινα που γλυστρουσε τωρα εκει μεσα ειχε ενα σκιερο τριανταφυλλι χρωμα,ενα χρωμα γλυκο σαν χαδι.
-Δυση!Ψυθιρισε.Ποσες φορες ανετειλε και εδυσε ο ηλιος,απο τοτε που τα ματια μου την ειδαν για στερνη φορα!Αυτη ειναι η αγαπημενη της ωρα.Θα παει τωρα με τις δουλες της,στο πηγαδι που ειναι πισω απο το πατρικο της σπιτι και εκει θα ξεκουραστει και θα διασκεδασει στον ισκιο της φοινικιας, ενω εγω...εγω-Αχ!Θεε εκδικητη!-εγω ισως ποτε πια να μην ξαναδω το προσωπο της.Δεκαοχτω μηνες μεσα σε αυτον τον ταφο χωρις ελπιδα λυτρωμου!
Σηκωθηκε και σταθηκε ορθιος χειρονομοντας αγρια.Το κεφαλι του αγγιζε σχεδον την οροφη του κελλιου.Βηματισε προσεκτικα ενω τα βαρια σιδερα που ειχε στις κνημες του εβγαζαν εναν δυνατο κροτο.
Στηριζοντας το ενα του ποδι σε ενα ανοιγμα του τοιχου,καταφερε να πλησιασει τα ματια του στην στενη τρυπα απ'οπου περνουσε η ανταυγεια του ηλιου που εγερνε στη δυση του.Μα απο εκεινη τη θεση τιποτα αλλο δε μπορουσε να δει,παρα μονο ενα τετραγωνο κομματι ακαλλιεργητης γης της φυλακης και μια μοναχικη φοινικια,που ψηλωνε στον ουρανο ιδιο στεμμα,την κορυφη απο τα φυλλα της.Για μια στιγμη κοιταξε εξω.Νομισε πως θα μπορουσε να ξεχωρισει τους μακρυνους και λουσμενους στο μισοφωτο λοφους που τρυγιριζαν την πολη.Ομως,οχι,δεν μπορεσε.
Τσακισμενος απο την αναγκαστικη νηστεια κι ανημπορος να σταθει στα ποδια του,γλυστρισε παλι στη γωνια του.Καθησε εκει και το τριανταφυλλενιο φως που αντανακλουσε στο χωμα,φωτισε τα χαρακτηριστικα του.Φανηκαν ετσι τα συννεφιασμενα φρυδια του και τα μαυρα,αγριεμενα ματια του.
Ζωντανεψε το γυμνο του στηθος,που ανεπνεε με τον ακανονιστο και γρηγορο ρυθμο ενος που αγωνιζετε να νικησει την μακροχρονη εξαντληση και πεινα.Και γυαλιζαν απαισια οι χαλκοστρωμες χειροπεδες που εσφιγγαν μαζι και τα δυο του χερια.Δεν εμοιαζε ανθρωπος.Οχι.
Με τα μπερδεμενα μαλλια και το ακαταστατο γενι του εμοιαζε με αγριο θηριο σε κλουβι.
Ηταν σχεδον γυμνος,εχωντας μονο ενα κομματι καραβοπανο γυρω απο τη μεση του,δεμενο με διπλο μαυρισμενο σχοινι.
Αν και η ζεστη εκει μεσα ηταν μεγαλη,ωστοσο ριγη διαπερνουσαν συχνα το κορμι του,οταν μαζευτοταν στο πνιγηρο σκοταδι,κολλωντας  σχεδον τα γονατα του στο σαγονι του κι ανακουφιζοντας τα σιδεροδεμενα του χερια πανω στα γονατα του,ενω κοιταζε με το επιμονο βλεμμα κουκουβαγιας την τριανταφυλλενια ακτινα,που καθε στιγμη γινοταν ολοενα πιο ωχρη,ολοενα πιο σκοτεινιασμενη.Στην αρχη,η ακτινα ηταν κοκκινη,-κοκκινη σαν το αιμα του σκοτωμενου Φαρισαιου,σκεφτηκε ο Βαραββας μ'ενα σκοτεινο χαμογελο-μα τωρα ειχε παρει ενα αχνο τριανταφυλλενιο χρωμα,σαν κι αυτο που ανεβαινει στα μαγουλα ντροπαλης ξανθομαλλουσας.
Ριγησε στην σκεψη αυτη της αρρωστημενης και μαυρης του φαντασιας.Με σβησμενη κραυγη εσφιξε δυνατα τα χερια του,σαν να υπεφερε απο αγριο σωματικο πονο.
-Ιουδηθ!Ιουδηθ ψυθιρισε και σε λιγο παλι:Ιουδηθ!
Και τρεμοντας σαν ψαρι,εστριψε και εκρυψε το προσωπο του,ακουμποντας το μετωπο του στον υγρο και γλιστερο τοιχο.Εμεινε εκει ακινητος με την χοντροκομμενη μορφη του,που εμοιαζε σαν φανταστικο κεφαλι Τιτανα,λαξεμενο πανω στην πετρα.
Η τελευταια τριανταφυλλενια ανταυγεια του ηλιου που εδυε,χαθηκε γρηγορα,Εγινε τωρα πηκτο σκοταδι.Κανενας ηχος,καμια κινηση.Καπου-καπου μονο πατηματα απο ποντικια που γλυστρουσαν ελαφρα στο χωμα,εβγαζαν ενα ανεπαισθητο και περιεργο θορυβο,που χωρις αυτον η σιωπη θα ηταναπολυτη.Εξω ο ουρανος ειχε παρει ολη του τη μεγαλοπρεπεια,τ'αστερια ταξιδευαν στο στερεωμα,προς την ανατολη ενα κομματι ασημενιο συννεφο εδειχνε το μερος απ'οπου θα φαινοταν το φεγγαρι και απο τη σχισμαδα του κελλιου μονο ενα μικρο αστερι που λαμπυριζε αχνα,μπορουσε να διακριθει.Ομως καμια ακτινα του φεγγαριου,που σε λιγο ανεβηκε στον ουρανο,δεν μπορουσε να φωτισει το σκοταδι του απαισιου κελλιου η να χαϊδεψει στοργικα το σωριασμενο εκει μεσα ογκο του αποκληρου φυλακισμενου. Αθεατος και καταμονος,αγωνιζοταν απεγνωσμενα εναντιον της σωματικης και πνευματικης του καταντιας,χωρις να καταλαβαινει πως ο τοιχος,οπου ακουμπουσε ηταν κιολας υγρος και ζεστος απο τα δακρυα του,τα πικρα δακρυα της αγωνιας ενος σκληρου και δυνατου ανθρωπου,τα δακρυα που ηταν χειροτερα κι απο αιμα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ.
Αυριο το Β'Μερος

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 45:Καφεδακιου αναγνωσμα 3 σε 1 σημερον!

0 σχόλια
Βιβλιο σχετικο με το συνδρομο down.
Περισσοτερα στο κατω μερος της αναρτησης.


Και εξηγουμεθα περι του τιτλου:

Σημερα ειναι:

Α)Παγκοσμια μερα ποιησης

Β)Παγκοσμια μερα κατα του ρατσισμου

Γ)Παγκοσμια μερα με συνδρομο Down

Οποτε η σημερινη μας αναρτηση θα ειναι αφιερωμενη και στα τρια!

Και ξεκιναμε:

Ποιηματα ατομων με συνδρομο down
(το βρηκα εδω:  http://www.pistos.gr )


Ο Φώτης έχει νοητική υστέρηση και υποφέρει από επιληπτικές κρίσεις… Ο δείκτης νοημοσύνης του είναι μόλις 45…μα διαβάστε τι θεσπέσιο ποίημα έγραψε:
Ζεματιστό μυαλό που καίει
προχωράει στην καρδιά
και τη ζεματάει και ‘κείνη,
και τα δυο είναι ζεστά.
Και νιώθω αναστεναγμό και γεμίζω χαρά
και γίνομαι ευτυχισμένος και μπορώ να κάνω τα πάντα.
Και κολλάω σαν άγαλμα, κοιτάζω τα πάντα.
Θέλω την ηρεμία μου, να μη μ’ ενοχλήσει κανείς.
Τα νεύρα μου μ’ αναστατώνουν
και το μυαλό ζεματάει πιο πολύ ακόμα!
Η καρδιά μου παραμένει κανονική…
Όταν παραμένω σαν άγαλμα,
είναι σα να μου συμβαίνει κάτι σκεπτικό
σε οποιοδήποτε πράγμα της φαντασίας που έχω
στα πράγματα αυτά.
Ο Στέλιος έχει μέτρια νοητική υστέρηση και παρουσιάζει κρίσεις επιληψίας. Έχει κύρτωση, έντονο στραβισμό και δυσλειτουργία στα όργανα άρθρωσης… Μα δεστε πόσο καλά τα πάει σε κάτι άλλο
Χριστίνα
Αγαπημένη μου Χριστίνα, σε αγαπώ πολύ.
Άνοιξε την πόρτα σου να μπω
για να σου δώσω ένα μεγάλο φιλί.
Όταν φεύγεις μακριά μου,κλαίω και πονώ.
Άνοιξε την πόρτα σου να μπω, χωρίς εσένα δεν μπορώ.
Αγαπημένη μου Χριστίνα, γιατί δεν μου λες τί νιώθεις??
Αγαπημένη μου Χριστίνα, γιατί δεν μου λες πως μ’ αγαπάς??
Αγαπημένη μου Χριστίνα, δεν θέλω να φύγω από δίπλα σου.
Αγαπημένη μου Χριστίνα, πες μου τί νιώθεις για μένα.
Αγαπημένη μου Χριστίνα, σ’ αγαπώ για πάντα.
Για πάντα, δεν θα φύγω από δίπλα σου ποτέ.
Αγαπημένη μου Χριστίνα, σ’ αγαπώ πιο πολύ
γιατί είσαι ό,τι μου ‘χεις απομείνει στη ζωή.
(Υ.Γ.Το ποίημα του είναι αφιερωμένο στην αδερφή του Χριστίνα με την οποία μένει καθώς οι γονείς τους έχουν πεθάνει)
Ο Μάρκος έχει σύνδρομο Down και τραυλισμό!!! Αυτό δεν τον εμπόδισε να δημιουργήσει συγκρότημα μαζί με άλλα 3 παιδιά με ειδικές ικανότητες (με την βοήθεια της κ.Ντόρας Ψαλτοπούλου καθηγήτριας μουσικοθεραπείας) με όνομα “Ανταλλαγές”… το ακόλουθο ποίημα έχει τον ίδιο τίτλο:
Ανταλλαγές
Σου δίνω και μου δίνεις
αγάπη κι ελπίδες.
Μια λάμψη έχουν τα μάτια
και σε μάτια αντανακλούν
αγάπη κι ελπίδες.
Η λάμψη φωτίζει τη θάλασσα.
Δίνω μια και σπάω το γυαλί
και αγγίζω την καρδιά που χάλασα.
Κι όταν σπάσει το γυαλί,
ανακυκλώνεται η ζωή
και αυτό σημαίνει αγάπη.
Σου δίνω και μου δίνεις
αγάπη κι ελπίδες…
Ποίηση η ζωή όταν πολύχρωμα συναισθήματα γεμίζουν τον ουρανό της ψυχής μας. Όταν σπέρνουμε ευαισθησία θερίζουμε ανθρωπιά.

Β)ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

Β1) ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!

 Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ' άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια...
μη με φωνάζεις «ξένο»
το ψωμί σου δε διαφέρει απ' το δικό μου
το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;
Επειδή σ' άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ άλλο λαό γεννήθηκα
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ'; αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλάτη μας βαραίνει,
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό
μέσ' απ' του χρόνου τα σκοτάδια
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει
όσοι διχάζουν
και σκοτώνουν το φτωχό,
αυτοί που κλέβουν
και μοιράζουν ψέμματα,
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς
και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας
όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη
τη σκληρή: «ξένος».
λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»
αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ' το μίσος
ας φθάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι «ξένος»!

 

΄Αγνωστος Μετανάστης   

Β2) Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

 ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ 1950
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Β3)  
<<Στην κοιλαδα με τους ροδωνες>>Νικος Εγγονοπουλος

«Αλήθεια -των αδυνάτων αδύνατο
ποτές δεν εκατάφερα να καταλάβω /
αυτά τα όντα που δεν βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου /
το εφήμερο της παράλογης ζωής του
κι ανακαλύπτουνε διαφορές
γιομάτοι μίσος διαφορές
σε χρώμα δέρματος /φυλή / θρησκεία»

Σχετικα με την φωτο της αναρτησης"Θελω μονο να παιξω μαζι σου":

Προκειτε για βιβλιο του οποιου ο κεντρικος ηρωας,ο Μανος ειναι ατομο με συνδρομο down.
Ο Μάνος με τα σκιστά μάτια και το πλακουτσό πρόσωπο είναι ένα αγόρι διαφορετικό από τ' άλλα. Γι' αυτό και τα παιδιά της γειτονιάς του δεν παίζουν μαζί του. Εκείνος, όμως, ξέρει να παίζει, ξέρει να μοιράζεται, μα πάνω απ' όλα ξέρει ν' αγαπά...

Εκδοσεις Ελληνικα γραμματα. 
Το βιβλιο μπορειτε να προμηθευτητε απο τα βιβλιοπωλεια Ιανος στην τιμη των 11,77 Ευρω συμφωνα με το skroytz.gr 

Το βιβλιο αυτο αλλα και αρκετα αλλα ενδιαφεροντα βιβλια(και οχι μονο) βρηκα εδω:

http://kaleidoskopio-ea.blogspot.gr/

Αυριο:Λογοτεχνια και ποιηση για την Παναγια μας.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 44:Μανος Ελευθεριου-Ασμα(κατα την χουνταν)ανθελληνικον:ΘΗΤΕΙΑ)

0 σχόλια
Μανος Ελευθεριου
     

Α)Μαλαματενια λογια

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς

2)Τα λογια και τα χρονια

Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα

Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια

Η μοίρα κι ο καιρός το `χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει

Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που `δαν το κακό
και το `χουν στ’ όνομά τους κεντημένο

Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο, 
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ’ τον Άδη κι απ’ τον κόσμο

Η μοίρα κι ο καιρός...

Γ)Ειδαμε,ειδαμε

Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.

Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.

Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.

Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’ τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας. 

Είδαμε...είδαμε...είδαμε.

Δ)Πηραν τ'Αναπλι

Πήραν τ’ Ανάπλι, πήραν το, πήραν το Γαλαξίδι
το κάστρο της Μονεμβασιάς, τον ανθισμένο δρόμο

Κι όπου δρομάκι ερημιά κι όπου καημός αηδόνι
κι όπου εκκλησιά μια Παναγιά κι αγρύπνια το λυχνάρι.
Κι όπου `ναι αγαπητικιά, φυτρώνει κυπαρίσσι
κι όπου `ναι εκείνος που πονά, μαλαματένια βρύση.

Πήραν τ’ Ανάπλι, πήραν το, πήραν το Γαλαξίδι
το κάστρο της Μονεμβασιάς, το μυρωμένο δρόμο

Ε)Προλογος για τον Αθανασιο Διακο

Δεν ήταν περιβόλι και τριφύλλι, 
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
καράβι κουρσεμένο στο Νοτιά
και της αγάπης δάκρυ στο μαντήλι.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Γραμματικός στη Λάρισα με γρόσα
στα Χίλια Εφτακόσια Ογδόντα Οκτώ, 
δεν ήτανε για τη δική σου γλώσσα
και να κρατάς το στόμα σου κλειστό
που πριν να βγεις στον κόσμο σε κυκλώσαν.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Ζωνάρι πορφυρό κι αρματολίκι
κι αλογατάκι μαύρος ουρανός, 
προτού να πάρεις ό,τι σου ανήκει
στα Γιάννενα θα ξαναπάς γαμπρός
και θα μετράς τον κόσμο δίχως νίκη.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Περαστικός μια μέρα στην Αυλώνα
εγύρισες τα μάτια στην καρδιά
κι είδες ποτάμι να `ρχονται τα χρόνια
παλικαράκι μες στη Λιβαδειά
εντύθηκες στο μαύρο αρραβώνα.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Στο κάστρο του Αλή και στους μπαξέδες
πρώτη φορά θ’ ακούσεις μια φωνή
και θα το μάθεις πια το "Ίτε παίδες"
την πόρτα που θ’ ανοίξεις στη ζωή, 
λόγια πικρά θα λες στους καφενέδες.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Το φως μες στην καρδιά φαρμακωμένο
σημάδεψε την πόρτα του φονιά
μα εγώ θα μείνω εδώ να περιμένω
για να σε βρω ξανά σε παγανιά
την ύστερη φορά που θα διαβαίνω.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Και θα `σαι περιβόλι και τριφύλλι
τριάντα τρία χρόνια στη σειρά
στης λησμονιάς το χώμα σαν καντήλι, 
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
μ’ αλφαβητάρι και με καριοφύλι.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Ζ)Το καρυοφιλι μανα μου

Κάποτε φτάνει το πουλί, 
κάποτε δεν έρχεται καθόλου.
Περνά το καλοκαίρι και στη
φωλιά του θα ‘ρθει άλλο πουλί.

Την πρώτη μέρα συζητάς για την
ακρίβεια, μαζεύεις ξύλα για το
τζάκι σου τη δεύτερη. Μιλάς με
την φωτιά την τρίτη και την τέταρτη.

Περνά το καλοκαίρι και στη φωλιά
του θα ‘ρθει άλλο πουλί. Φυσάει
βοριάς, φυσάει και φεύγουν τα
πουλιά. Λυσσομανάει ο θανατάς, 
λυσσομανά.

Άγγελος θανάτου μου ζέσταινε το στρώμα μου.
Το καριοφίλι μάνα μου!
Νύχτα ξυπνώ.
Το καριοφίλι μάνα μου!
Και παίρνω τα βουνά.
Το καριοφίλι μάνα μου!

Ψωμί δε χόρτασα.
Το καριοφίλι μάνα μου!
Και τρέχω στα βουνά.
Το καριοφίλι μάνα μου!
Άγγελος θανάτου μου ζέσταινε το στρώμα μου.

Δειτε επισης στην πλαϊνη στηλη"Οπτικοακουστικον ανθολογιον" βιντεο με τραγουδια απο την Θητεια.

Αυριο,21/3/2013 ειναι Παγκοσμια μερα συνδρομου Down.Οποτε η αναρτηση μας θα ειναι αφιερωμενη σε αυτο το θεμα.
Παρασκευη 22/3(Α'Χαιρετισμοι)Ποιηση για την Κεχαρητωμενη μητηρ του Ιησου Χριστου,την Παναγνο Θεοτοκο Μαρια.Την Παναγια μας.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Καφεδακιου Αναγνωσμα Νο 43:Οδυσσεας Ελυτης-Αξιος Εστι!

0 σχόλια

Στις 18/3/1996 φευγει απο την ζωη ο μεγαλος μας νομπελιστας ποιητης Οδυσσεας Ελυτης η Αλεπουδελης(οπως ηταν το αληθινο του επωνυμο),Αφηνοντας ωστοσο πλουσιο εργο πισω του:

Αξιον Εστι

Ηλιος ο Πρωτος

Ηλιος Ηλιατορας

Μονογραμμα

κλπ,κλπ,κλπ......

Σημερα λοιπον τιμαμε τη μνημη του μεγαλου νομπελιστα ποιητη μας Οδυσσεα Ελυτη:

1)Ενα το χελιδονι(αποσπασμα απο το Αξιον Εστι):


Ένα το χελιδόνι *
Για να γυρίσει ο ήλιος *
Θέλει νεκροί χιλιάδες *
Θέλει κι οι ζωντανοί *

Θε μου Πρωτομάστορα *
Θε μου Πρωτομάστορα *

Πάρθηκεν από Μάγους *
Το' χουνε θάψει σ' ένα *
Σ' ένα βαθύ πηγάδι *
Μύρισε το σκότα *

Θε μου Πρωτομάστορα *
Θε μου Πρωτομάστορα *

Σάλεψε σαν το σπέρμα *
Το φοβερό της μνήμης *
Κι όπως δαγκώνει αράχνη *
Έλαμψαν οι γιαλοί *

Θε μου Πρωτομάστορα *
Θε μου Πρωτομάστορα *
κι η Άνοιξη ακριβή
θέλει δουλειά πολλή
να 'ναι στους Τροχούς
να δίνουν το αίμα τους.

μ' έχτισες μέσα στα βουνά
μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!

το σώμα του Μαγιού
μνήμα του πελάγου
το 'χουνε κλειστό
δι κι όλη η Άβυσσο.

μέσα στις πασχαλιές και Συ
μύρισες την Ανάσταση!

σε μήτρα σκοτεινή
έντομο μες στη γη
δάγκωσε το φως
κι όλο το πέλαγος.

μ' έζωσες τις ακρογιαλιές
στα βουνά με θεμέλιωσες! 

2)Της δικαιοσυνης ηλιε νοητε


Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *
μη παρακαλώ σας μη *

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά *
και τα σπίτια πιο λευκά *

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια *
στον αιθέρα στέκει να *

Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός *
μόνο πένθος αχ παντού *

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό *
τους παλιούς φίλους καλώ *

Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί *
και στον έναν ο άλλος μπαί *

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *
 μη παρακαλώ σας μη *
και μυρσίνη συ δοξαστική
λησμονάτε τη χώρα μου!

στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
και στη θάλασσα μόνη της!

και δικού της μήτε αγάπη μια
και το φως ανελέητο!

τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
με φοβέρες και μ' αίματα!

κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
νουν εναντίον οι άνεμοι!

και μυρσίνη συ δοξαστική
λησμονάτε τη χώρα μου!

                                                     3)Μονογραμμα

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.


4)Ασμα ηρωικον και πενθιμον για το χαμενο ανθυπολοχαγο της Αλβανιας

Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ
Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

                              4

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή
·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του-
Από που του' φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο! 


Αυριο: Μανος Ελευθεριου-Ασμα(κατα τη χουντα)ανθελληνικον:Θητεια
Επισης στο οπτικοακουστικον ανθολογιον θα ανεβουν βιντεο με τραγουδια της"Θητειας"του Μανου Ελευθεριου.


                                          
                                                                        

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com